- σητανώδης
- σητᾰνώδης, ες,= σητάνιος, Hp. ap. Gal.19.137. (Spelt σιταν-.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σητανώδης — ῶδες, Α ο τητάνιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σητάνιος, άλλο τ. τού τητάνιος «φετινός»] … Dictionary of Greek